- ευπαρρησίαστος
- -η, -ο (ΑΜ εὐπαρρησίαστος, -ον)αυτός που μιλά με παρρησία, ελευθερόστομος, θαρραλέος, άφοβοςαρχ.1. αυτός για τον οποίο μπορεί κάποιος να μιλά με παρρησία2. το ουδ. ως ουσ. τo εὐπαρρησίαστονελευθεροστομία.επίρρ...εὐπαρρησιάστως (ΑΜ)με παρρησία, με ελευθεροστομία, με θάρρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρρησιάζομαι «μιλώ με παρρησία»].
Dictionary of Greek. 2013.